Οι επιχειρήσεις έχουν το δικαίωμα να ρυθμίσουν τις οφειλές τους στα ασφαλιστικά ταμεία με μία ευνοϊκή ρύθμιση σύμφωνα με το άρθρο 57 του Ν.3863/2010. Πιο συγκεκριμένα:
Ο αριθμός των δόσεων καθορίζεται έως τριάντα έξι (36) μηνιαίες δόσεις, με την προϋπόθεση της καταβολής από τον οφειλέτη των τρεχουσών εισφορών. Στο ρυθμιζόμενο ποσό συμπεριλαμβάνονται οι κύριες οφειλές, οι προσαυξήσεις, τα πρόσθετα τέλη, τα πρόστιμα και τα λοιπά έξοδα αναγκαστικών μέτρων.
Η μηνιαία δόση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ποσού των διακοσίων (200) ευρώ και η διμηνιαία των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Ειδικά για τους οφειλέτες του Ο.Γ.Α. και του Ο.Α.Ε.Ε. η μηνιαία δόση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ποσού των εκατό (100) ευρώ και η διμηνιαία των διακοσίων (200) ευρώ) Στην περίπτωση του Ο.Α.Ε.Ε. η προβλεπόμενη δόση καταβάλλεται μαζί με την τρέχουσα εισφορά.
Εάν ο οφειλέτης αδυνατεί να καταβάλει την προβλεπόμενη δόση της ρύθμισης μέχρι και τέσσερις (4) συνεχόμενους μήνες ( ή για τους οφειλέτες του Ο.Γ.Α. έξι (6) μήνες), μπορεί να συνεχίσει κανονικά την καταβολή από τον επόμενο μήνα. Το 36μηνο παρατείνεται τόσους μήνες όσοι είναι οι μήνες της μη καταβολής της δόσης.
Η δυνατότητα αυτή παρέχεται μέχρι και τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ρύθμισης, με την προϋπόθεση ότι καταβάλλονται κανονικά οι δόσεις και οι τρέχουσες εισφορές για οκτώ (8) συνεχόμενους μήνες κάθε φορά. Εντός του οκταμήνου αυτού είναι δυνατή η εκπρόθεσμη καταβολή δόσης έως το τέλος του επόμενου μήνα από αυτόν που είναι απαιτητή. Η παραπάνω εκπρόθεσμη καταβολή επιτρέπεται για μία δόση σε κάθε οκτάμηνο.
Ειδικά, οι οφειλές που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ειδικής Επιτροπής Εσόδων ρυθμίζονται σε σαράντα οκτώ (48) δόσεις. Εάν ο οφειλέτης αδυνατεί να καταβάλει την προβλεπόμενη δόση μέχρι και τέσσερις (4) συνεχόμενους μήνες, μπορεί να συνεχίσει κανονικά την καταβολή από τον επόμενο μήνα. Το 48μηνο παρατείνεται τόσους μήνες όσοι είναι οι μήνες της μη καταβολής της δόσης. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται μέχρι και τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ρύθμισης, με την προϋπόθεση ότι καταβάλλονται κανονικά οι δόσεις και οι τρέχουσες εισφορές για οκτώ (8) συνεχόμενους μήνες κάθε φορά. Εντός του οκταμήνου αυτού είναι δυνατή η εκπρόθεσμη καταβολή δόσης έως το τέλος του επόμενου μήνα από αυτόν που είναι απαιτητή. Η παραπάνω εκπρόθεσμη καταβολή επιτρέπεται για μία δόση σε κάθε οκτάμηνο. Στη διάταξη αυτή υπάγονται και όσοι οφειλέτες έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση του άρθρου 19 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α΄) και τηρούν τους όρους αυτής. Σε κάθε περίπτωση απαραίτητη προϋπόθεση είναι η καταβολή από τον οφειλέτη των τρεχουσών εισφορών.
Οι οφειλές που βεβαιώνονται ή προκύπτουν μετά την υπαγωγή στη ρύθμιση και ανάγονται σε μισθολογικές περιόδους απασχόλησης μέχρι και τον τελευταίο μήνα υπαγωγής των οφειλών στη ρύθμιση δεν θεωρούνται τρέχουσες. Οι οφειλές αυτές, αν δεν εξοφληθούν εφάπαξ, εντάσσονται αυτεπαγγέλτως στην υφιστάμενη ρύθμιση, με ανακαθορισμό του ποσού των υπολειπόμενων δόσεων.
Εάν ο οφειλέτης χάσει ολοκληρωτικά το δικαίωμα της τμηματικής εξόφλησης εισφορών σε δόσεις,(“χάσει τη ρύθμιση”) μπορεί να υποβάλει νέα αίτηση για ρύθμιση, μετά από ένα (1) έτος από την έκδοση της προηγούμενης απόφασης ρύθμισης. Το δωδεκάμηνο αρχίζει από το μήνα καταβολής της πρώτης δόσης.
Νέα απόφαση ρύθμισης μπορεί να εκδοθεί και πριν την παρέλευση του δωδεκαμήνου, εάν ο οφειλέτης καταβάλει το ποσό των τριών (3) δόσεων.
Σημειώνεται ότι :
α) Σε περίπτωση εφάπαξ εξόφλησης των καθυστερούμενων ασφαλιστικών εισφορών παρέχεται έκπτωση 40% επί των πρόσθετων τελών.
β) Σε περίπτωση τμηματικής εξόφλησης παρέχεται έκπτωση 20% επί των πρόσθετων τελών. Το ποσό μείωσης των πρόσθετων τελών στην περίπτωση τμηματικής καταβολής επιμερίζεται ισόποσα σε όλες τις δόσεις.
Στους οφειλέτες που υπάγονται στη ρύθμιση και τηρούν τους όρους της ρύθμισης αυτής, χορηγείται βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας, διάρκειας ενός (1) μηνός υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση τηρείται έναντι όλων των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης στους οποίους υπάγεται το προσωπικό των επιχειρήσεων ή ο αυτοαπασχολούμενος.
Σε περίπτωση που ζητηθεί ασφαλιστική ενημερότητα για είσπραξη χρημάτων, επιβάλλεται ποσοστό παρακράτησης σύμφωνα με το άρθρο 58 του Ν.3863/2010.
Πρακτικά η διαδικασία για την υπαγωγή στην παραπάνω ρύθμιση στο ΙΚΑ έχει ως εξής:
- Υποβάλλουμε αίτηση στο αρμόδιο τμήμα του ΙΚΑ που υπάγεται η επιχείρηση/οφειλέτης. Η αίτηση υποβάλλεται από το νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης ή από τρίτο πρόσωπο, το οποίο πρέπει να έχει εξουσιοδότηση από το νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης για ρύθμιση χρεών προς ΙΚΑ.
- Αφού υποβληθεί η αίτηση, το ΙΚΑ χορηγεί υπηρεσιακό σημείωμα για την κεντρική διοίκηση στην Πειραιώς, με το οποίο θα γίνει η ρύθμιση των οφειλόμενων.
- Για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της ρύθμισης πληρώνεται ένα παράβολο αξίας πενήντα (50,00) ευρώ και η πρώτη δόση.
Η διαδικασία για την υπαγωγή στη ρύθμιση στον ΟΑΕΕ είναι παρόμοια με τη διαφορά ότι η ρύθμιση γίνεται στο παράρτημα του ΟΑΕΕ που υπάγεται ο ασφαλισμένος ενώ η πρώτη δόση για τη ρύθμιση πληρώνεται στα ΕΛ.ΤΑ.